καταρράκωσις
Смотреть что такое "καταρράκωσις" в других словарях:
καταρράκωση — η 1. η μεταβολή σε ράκη, το κουρέλιασμα 2. εξευτελισμός, ταπείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρρακώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταρράκωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek